- ανασκελάς
- ο (Μ ἀνασκελάς)γαϊδουροπόδαρος, δαιμονικό που φανερώνεται τη νύχτα προχωρώντας με ανοιχτό διασκελισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το αρχ. ονοσκελίς και ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση (πρβλ. αναθιβάλλω αντί αντιβάλλω, αναθρήκα αντί νάρθηκας κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.